- δυνάστῃ
- δυνάστηςlordmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δυνάστῃ — Δυνάστης lord masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυνάστηι — Δυνάστῃ , Δυνάστης lord masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστηι — δυνάστῃ , δυνάστης lord masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταδυνάστευτος — η, ο [καταδυναστεύω] 1. όποιος δεν ταλαιπωρείται από δυνάστη, από σκληρό άρχοντα 2. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη 3. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν καταδυναστεύσει «λαός ακαταδυνάστευτος» … Dictionary of Greek
Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… … Dictionary of Greek
ίψος — Αρχαίαπόλη της Φρυγίας. Το καλοκαίρι του 301 π.Χ. δόθηκε κοντά στην Ι. ονομαστή μάχη ανάμεσα στον στρατό του ισχυρότατου στρατηγού Αντίγονου και στις δυνάμεις των βασιλιάδων Κάσσανδρου, Λυσίμαχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου. Οι τελευταίοι… … Dictionary of Greek
αδυνάστευτος — η, ο (Μ ἀδυνάστευτος, ον) [δυναστεύω] αυτός που δεν δυναστεύεται, ο πολιτικά ή ψυχικά ελεύθερος νεοελλ. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, ο φιλελεύθερος … Dictionary of Greek
δυναστευτικός — ή, ό (AM δυναστευτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, δεσποτικός, τυραννικός … Dictionary of Greek
δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος … Dictionary of Greek
ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… … Dictionary of Greek